- περιποιεῖται
- περιποιέωcause to remain over and abovepres ind mp 3rd sg (attic epic)περιποιέωcause to remain over and abovepres ind mp 3rd sg (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
άπτω — (νεοελλ. άφτω) ἅπτω (AM), άπτομαι (AM ἅπτομαι) ( ω) ανάβω κάτι νεοελλ. 1. ανάβω, καίγομαι 2. ανάβω, εξάπτομαι αρχ. 1. φρ. «χορὸν ἅψωμεν» ας αρχίσουμε τον χορό 2. προσαρμόζω (νέα χορδή στη λύρα) ( ομαι) νεοελλ. 1. έχω κάποια σχέση, πλησιάζω 2. φρ … Dictionary of Greek
αλσοκόμος — ο (Α ἀλσοκόμος) αυτός που περιποιείται και συντηρεί άλσος, ο φύλακας άλσους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄλσος + κόμος < κομῶ. ΠΑΡ. αλσοκομία, αλσοκομικός αρχ. ἀλσοκομῶ] … Dictionary of Greek
αφιλόξενος — η, ο (Μ ἀφιλόξενος, ον) αυτός που δεν αγαπά τους ξένους ή που δεν τους περιποιείται νεοελλ. (για τόπο) 1. εκείνος που κατοικείται από αφιλόξενους ανθρώπους 2. αυτός που δεν αρέσει στους ξένους … Dictionary of Greek
βρέχω — (AM βρέχω) 1. υγραίνω, μουσκεύω κάτι με νερό ή άλλο υγρό 2. (σε γ΄ πρόσ.) πέφτει βροχή («βρέχει», «βρέχει ο ουρανός», «ἔβρεξε Κύριος χάλαζαν, βροχήν») νεοελλ. 1. ραντίζω 2. πέφτω σαν βροχή 3. (για νήπια συνήθως) βρέχομαι κατουριέμαι 4. φρ. α)… … Dictionary of Greek
γεροντοκόμος — ο, η (Μ γεροντοκόμος) εκείνος που περιποιείται γέρους. [ΕΤΥΜΟΛ. < γέρων ( οντος) + κομος < κομώ «φροντίζω»] … Dictionary of Greek
διάκονος — Ο πρώτος και κατώτερος από τους τρεις βαθμούς της ιεροσύνης. Τον τίτλο αυτόν απένεμε η αρχαία Εκκλησία σε όλους εκείνους, αποστόλους και πιστούς, που βοηθούσαν στις πιο ταπεινές υπηρεσίες, όπως η καθαριότητα και η φροντίδα των ιερών σκευών, γιατί … Dictionary of Greek
ερνοκόμος — ἐρνοκόμος, ὁ (Α) αυτός που φροντίζει, που περιποιείται τα νεαρά φυτά. [ΕΤΥΜΟΛ. έρνος «νεαρό φυτό» + «κόμος (< κομώ «φροντίζω»), τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει (πρβλ. ιππο κόμος τραπεζο κόμος)] … Dictionary of Greek
εύτεκνος — η, ο (ΑΜ εὔτεκνος, ον) αυτός που έχει πολλά και καλά τέκνα, ο ευτυχής για τα τέκνα του μσν. αρχ. (για γυναίκα) γόνιμη, αυτή που είναι καλή για τεκνογονία αρχ. 1. (για πατρίδα, γη, χώρα κ.λπ.) αυτή που παράγει καλά τέκνα 2. (για χρησμούς) αυτός… … Dictionary of Greek
ημιονόκουρος — ἡμιονόκουρος, ὁ (Α) αυτός που κουρεύει τους ημιόνους, που περιποιείται τα μουλάρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημίονος + κουρος (< κουρά), πρβλ. ά κουρος, αμφί κουρος] … Dictionary of Greek
θεράπων — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Διετέλεσε επίσκοπος Κύπρου. Δεν είναι γνωστό πότε μαρτύρησε. Το λείψανό του μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη κατά τον 16ο αι. Η μνήμη του τιμάται στις 14 Μαΐου. 2. Διετέλεσε πρεσβύτερος των Σάρδεων.… … Dictionary of Greek